- ονειδισμός
- ο1) упрёк; брань; оскорбление; 2) издевательство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀνειδισμός — reproach masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονειδισμός — (ΑΜ ὀνειδισμός) [ονειδίζω] 1. ύβρις, προσβολή 2. μομφή 3. χλευασμός, ταπείνωση 4. επίπληξη αρχ. συκοφαντία, διαβολή … Dictionary of Greek
ονειδισμός — ο κατηγορία, χλευασμός, βρισιά, κακολογία, κοροϊδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀνειδισμοῖς — ὀνειδισμός reproach masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδισμοί — ὀνειδισμός reproach masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδισμοῦ — ὀνειδισμός reproach masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδισμούς — ὀνειδισμός reproach masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδισμῶν — ὀνειδισμός reproach masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδισμῷ — ὀνειδισμός reproach masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδισμόν — ὀνειδισμός reproach masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ругать — укр. поругатися насмехаться , блр. поруга поругание , уруга упрек , др. русск. ругъ насмешка , ругати ся насмехаться , ст. слав. рѫгъ ὀνειδισμός, καταγέλως (Супр.), рѫгати сѩ ἐμπαίζειν, καταγελᾶν (Остром., Супр.), болг. ръгая ругаю, поношу ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера